δισσαχῇ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δισσαχῇ]] και δισσαχοῦ και διτταχοῦ (Α) [[δισσός]]<br /><b>επίρρ.</b> σε δύο μέρη, σε δύο τμήματα. | |mltxt=[[δισσαχῇ]] και δισσαχοῦ και διτταχοῦ (Α) [[δισσός]]<br /><b>επίρρ.</b> σε δύο μέρη, σε δύο τμήματα. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>an zwei Orten, [[zweifach]]</i>; Arist. <i>anim</i>. 1.3. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 24 November 2022
English (LSJ)
Adv. at two points, Arist. de An.406b32.
Spanish (DGE)
adv. en dos lugares Arist.de An.406b32.
Greek Monolingual
δισσαχῇ και δισσαχοῦ και διτταχοῦ (Α) δισσός
επίρρ. σε δύο μέρη, σε δύο τμήματα.
German (Pape)
an zwei Orten, zweifach; Arist. anim. 1.3.