θεοθρέμμων: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theothremmon | |Transliteration C=theothremmon | ||
|Beta Code=qeoqre/mmwn | |Beta Code=qeoqre/mmwn | ||
|Definition= | |Definition=θεοθρέμμον, gen. ονος, [[maintained by God]], [[σιγή]] Orae. ap. Procl. ''in Alc.''p.56C. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:34, 25 August 2023
English (LSJ)
θεοθρέμμον, gen. ονος, maintained by God, σιγή Orae. ap. Procl. in Alc.p.56C.
German (Pape)
[Seite 1195] gottgenährt, übertr. σιγή, orac. bei Procl. zu Plat. Alc.
Greek (Liddell-Scott)
θεοθρέμμων: -ον, ὑπὸ τῶν θεῶν τρεφόμενος, συντηρούμενος, σιγή Χρησμ. παρὰ Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. 1. σ. 56: - οὕτω θεόθρεπτος, ον, Σχολ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 904.
Greek Monolingual
θεοθρέμμων, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται από τον θεό, αυτός που συντηρείται από τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θρέμμων (< τρέφω), πρβλ. γαλακτοθρέμμων, χιονοθρέμμων].