καμινεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1317.png Seite 1317]] ὁ, der Feuerarbeiter, bei D. Sic. 20, 63 neben [[κεραμεύς]]. Vgl. die Folgdn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1317.png Seite 1317]] ὁ, der Feuerarbeiter, bei D. Sic. 20, 63 neben [[κεραμεύς]]. Vgl. die Folgdn. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κᾰμῑνεύς:''' έως ὁ горновой мастер (кузнец, обжигальщик) Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καμινεύς]], ὁ (Α) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]] ή που μεταχειρίζεται [[καμίνι]] για την [[εργασία]] του, [[θερμαστής]], [[καμινάρης]]. | |mltxt=[[καμινεύς]], ὁ (Α) [[καμινεύω]]<br />αυτός που εργάζεται σε [[καμίνι]] ή που μεταχειρίζεται [[καμίνι]] για την [[εργασία]] του, [[θερμαστής]], [[καμινάρης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, furnace-worker, smith or potter, D.S.20.63.
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, der Feuerarbeiter, bei D. Sic. 20, 63 neben κεραμεύς. Vgl. die Folgdn.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμῑνεύς: έως ὁ горновой мастер (кузнец, обжигальщик) Diod.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμῑνεύς: έως, ὁ, ὁ μεταχειριζόμενος κάμινον ἐν τῇ ἐργασίᾳ αὐτοῦ, ὡς ὁ χαλκεὺς ἢ κεραμεύς, Διόδ. 20. 63.
Greek Monolingual
καμινεύς, ὁ (Α) καμινεύω
αυτός που εργάζεται σε καμίνι ή που μεταχειρίζεται καμίνι για την εργασία του, θερμαστής, καμινάρης.