κατάμιξις: Difference between revisions
From LSJ
Ψυχὴν ἔθιζε πρὸς τὰ χρηστὰ πράγματα → Ita tempera animum, ut rebus assuescat bonis → Gewöhne deine Seele nur an Nützliches
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατάμιξις:''' εως ἡ примешивание, примесь (ἐκκρίνεσθαι διὰ τὴν κατάμιξιν Arst.; τοῦ οἴνου πρός τι Plut.). | |elrutext='''κατάμιξις:''' εως ἡ [[примешивание]], [[примесь]] (ἐκκρίνεσθαι διὰ τὴν κατάμιξιν Arst.; τοῦ οἴνου πρός τι Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 2 September 2022
English (LSJ)
v. κατάμειξις.
German (Pape)
[Seite 1364] ἡ, Vermischung, Sp., wie Plut., ἡ πρὸς τὸ σῶμα κ. τοῦ οἴνου adv. Col. 6; Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κατάμιξις: -εως, ἡ, ἐντελὴς μῖξις, ἀνάμιξις Ἀριστ. Προβλ. 2. 22, 1., 37. 2, 1., Διοσκ., κτλ.· ἡ πρός τι κ. Πλούτ. 2, 1110Α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
mélange.
Étymologie: καταμίγνυμι.
Greek Monolingual
κατάμιξις, ἡ (Α)
βλ. κατάμειξις.
Russian (Dvoretsky)
κατάμιξις: εως ἡ примешивание, примесь (ἐκκρίνεσθαι διὰ τὴν κατάμιξιν Arst.; τοῦ οἴνου πρός τι Plut.).