καταγορευτικός: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von [[κατηγορικός]] unterschieden, D. L. 7, 70. 190.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von [[κατηγορικός]] unterschieden, D. L. 7, 70. 190.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰγορευτικός:''' филос. определительный Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταγορευτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.
|mltxt=[[καταγορευτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταγορεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — [[τίτλος]] έργου του Χρυσίππου.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰγορευτικός:''' филос. определительный Diog. L.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰγορευτικός Medium diacritics: καταγορευτικός Low diacritics: καταγορευτικός Capitals: ΚΑΤΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katagoreutikós Transliteration B: katagoreutikos Transliteration C: katagoreftikos Beta Code: katagoreutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, declaratory, definitive, D.L.7.70; περὶ τῶν κ., title of work by Chrysippus, ib.190.

German (Pape)

[Seite 1343] ή, όν, bestimmt aussprechend, mit Hindeutung auf einen bestimmten Gegenstand, von κατηγορικός unterschieden, D. L. 7, 70. 190.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰγορευτικός: филос. определительный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

καταγορευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀποφαινόμενος ὡρισμένως περί τινος πράγματος, ὁριστικός, Διογ. Λ. 7. 70· περὶ τῶν καταγορευτικῶν, σύγγραμμά τι τοῦ Χρυσίππου, αὐτόθι 190.

Greek Monolingual

καταγορευτικός, -ή, -όν (Α) καταγορεύω
1. αυτός που αποφαίνεται οριστικά για κάποιο πράγμα
2. φρ. «Περὶ τῶν καταγορευτικῶν» — τίτλος έργου του Χρυσίππου.