κατατρέπω: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατατρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατατρέπομαι</i><br />[[καταβάλλω]], [[νικώ]] κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | |mltxt=[[κατατρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[τρέπω]] σε [[φυγή]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατατρέπομαι</i><br />[[καταβάλλω]], [[νικώ]] κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>[[umwenden]], in die [[Flucht]] [[schlagen]]</i>, auch med., Sp. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:52, 24 November 2022
English (LSJ)
put to flight, PMasp.4.13 (vi A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
κατατρέπω: τρέπω πρὸς τὰ κάτω, καταβάλλω τινὰ, τρέπω εἰς φυγὴν, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατετρέπετο Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
κατατρέπω (Α)
1. τρέπω σε φυγή
2. μέσ. κατατρέπομαι
καταβάλλω, νικώ κάποιον («τοὺς ἰόντας εἰς χεῖρας ἀγχεμάχοις ὅπλοις, τῇ γλώσσῃ κατατρεπόμενος», Γρηγ. Ναζ.).