Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταφλυαρέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταφλυᾱρέω:''' [[болтать]] (τι Luc.): καταφλυαρῆσαί τινος Diog. L. надоесть кому-л. своей болтовней.
|elrutext='''καταφλυᾱρέω:''' [[болтать]] (τι Luc.): καταφλυαρῆσαί τινος Diog. L. надоесть кому-л. своей болтовней.
}}
{{pape
|ptext=[υᾱ], <i>Einem durch [[Schwatzen]] [[lästig]] [[fallen]], ihm Viel [[vorschwatzen]]</i>; τινός, Strab. XII.550; τί τινος, DL. 5.20 und andere Spätere
}}
}}

Revision as of 17:03, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφλῠᾱρέω Medium diacritics: καταφλυαρέω Low diacritics: καταφλυαρέω Capitals: ΚΑΤΑΦΛΥΑΡΕΩ
Transliteration A: kataphlyaréō Transliteration B: kataphlyareō Transliteration C: kataflyareo Beta Code: katafluare/w

English (LSJ)

keep on chattering, τι Ps.-Luc.Philopatr.20, 25: c. gen., ὀνόματα ἅπερ Ἑλλάνικος καὶ Ἡρόδοτος -εφλυάρησαν ἡμῶν Str. 12.3.21, cf. D.L.5.20, Corp.Herm.1.29.

Greek (Liddell-Scott)

καταφλυᾱρέω: φλυαρῶ περὶ τινος, τι Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 20 καὶ 25· ἀλλά, κ. τινος, καταπληρῶ τινα φλυαριῶν, τὸν φορτώνω μὲ φλυαρίας, Στράβ. 550· τινὸς τι κ. Διογ. Λ. 5. 20.καταφοβέω, φοβῶ τινα πολὺ, τὸν ἐμβάλλω εἰς πολὺν φόβον, Θουκ. 7. 21, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 13. 5.- Μέσ., καταφοβοῦμαι, μεγάλως φοβοῦμαι, ὁ μέσ., -φοβήσομαι καὶ ὁ ἀόρ. -εφοβήθην, τι Ἀριστοφ. Βάτρ. 1109· ἀπολ., καταφοβηθεὶς Θουκ. 6. 33.κατάφοβος, ον, πλήρης φόβου, πεφοβημένος, κ. ἦν κατεφοβεῖτο· μετ’ αἰτ., κ. ἦσαν τοὺς ἐλέφαντας Πολύβ. 1. 39, 12· τὸ μέλλον 3. 107, 15· κ. ἦν μή… ὁ αὐτ. 10. 7, 7· κ. γίνομαι Ἑβδ.· ἀπολ., Πλουτ. Δίων 4· κ. καὶ δύσελπις Πελοπ. 31.

Russian (Dvoretsky)

καταφλυᾱρέω: болтать (τι Luc.): καταφλυαρῆσαί τινος Diog. L. надоесть кому-л. своей болтовней.

German (Pape)

[υᾱ], Einem durch Schwatzen lästig fallen, ihm Viel vorschwatzen; τινός, Strab. XII.550; τί τινος, DL. 5.20 und andere Spätere