κοινόδικος: Difference between revisions
From LSJ
ἀεί ποτ' εὖ μὲν ἀσκός εὖ δὲ θύλακος ἅνθρωπός ἐστι → this guy's always good at being a wineskin, and at times a winesack
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=koinodikos | |Transliteration C=koinodikos | ||
|Beta Code=koino/dikos | |Beta Code=koino/dikos | ||
|Definition= | |Definition=κοινόδικον, [[enjoying a common right]], Orac. ap. Phleg.1 J. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:34, 25 August 2023
English (LSJ)
κοινόδικον, enjoying a common right, Orac. ap. Phleg.1 J.
German (Pape)
[Seite 1468] mit gemeinsamem Rechte, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κοινόδῐκος: -ον, ἀπολαύων κοινῶν δικαίων, Χρησμ. παρὰ Φλέγ. 144.
Greek Monolingual
κοινόδικος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει κοινό δίκαιο με άλλους
2. αυτός που προέρχεται από δίκαιο που είναι κοινό σε διάφορες πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -δικος (< δίκη), πρβλ. ένδικος, εξώδικος].