κοινονοημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sentiment de l’égalité ; affabilité, bonté.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[νοέω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />sentiment de l'égalité ; affabilité, bonté.<br />'''Étymologie:''' [[κοινός]], [[νοέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινονοημοσύνη]], ἡ (Α)<br />[[σεβασμός]], [[εκτίμηση]] [[προς]] τα αισθήματα τών άλλων, [[προσήνεια]], [[καταδεκτικότητα]].
|mltxt=[[κοινονοημοσύνη]], ἡ (Α)<br />[[σεβασμός]], [[εκτίμηση]] [[προς]] τα αισθήματα τών άλλων, [[προσήνεια]], [[καταδεκτικότητα]].
}}
}}

Revision as of 10:10, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινονοημοσύνη Medium diacritics: κοινονοημοσύνη Low diacritics: κοινονοημοσύνη Capitals: ΚΟΙΝΟΝΟΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: koinonoēmosýnē Transliteration B: koinonoēmosynē Transliteration C: koinonoimosyni Beta Code: koinonohmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, (νοέω) regard for the feelings of others, M.Ant.1.16.

German (Pape)

[Seite 1468] ἡ, Gemeinsinn, herablassende Gesinnung, M. Anton. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

κοινονοημοσύνη: ἡ, (νοέω) κοινότης αἰσθημάτων καὶ γνώμης, ἰδίως μεταξὺ πολιτῶν, Λατ. communitas, civilitas, Μ. Ἀντων. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sentiment de l'égalité ; affabilité, bonté.
Étymologie: κοινός, νοέω.

Greek Monolingual

κοινονοημοσύνη, ἡ (Α)
σεβασμός, εκτίμηση προς τα αισθήματα τών άλλων, προσήνεια, καταδεκτικότητα.