κορύνησις: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κορύνησις]], ἡ (Α) [[κορυνώ]]<br />η [[βλάστηση]] κορυνοειδούς βλαστού ή κάλυκα άνθους. | |mltxt=[[κορύνησις]], ἡ (Α) [[κορυνώ]]<br />η [[βλάστηση]] κορυνοειδούς βλαστού ή κάλυκα άνθους. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Treiben]] kolbiger [[Sprossen]] od. Blütenknospen</i>, Theophr.; σπερματική, Phani. bei Ath. II.61e. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:50, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, putting forth of knobby buds, Thphr.HP3.5.1, Phan.Hist.25, Arr.Fr. 24 J.
Greek (Liddell-Scott)
κορύνησις: -εως, ἡ, (κορυνάω) βλάστησις κορυνοειδοῦς βλαστοῦ ἢ κάλυκος, Θεόφρ. π. Φ. Ἱστ. 3. 5. 1, Φανίας παρ’ Ἀθην. 61F.
Greek Monolingual
κορύνησις, ἡ (Α) κορυνώ
η βλάστηση κορυνοειδούς βλαστού ή κάλυκα άνθους.
German (Pape)
ἡ, das Treiben kolbiger Sprossen od. Blütenknospen, Theophr.; σπερματική, Phani. bei Ath. II.61e.