κριβάνη: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1508.png Seite 1508]] ἡ, eine Art Kuchen, Ath. XIV, 646 a; auch τὰ κρίβανα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1508.png Seite 1508]] ἡ, eine Art Kuchen, Ath. XIV, 646 a; auch τὰ κρίβανα.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κριβανωτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑβάνη''': ἡ, ἢ κριβάνης, ὁ, [[πλακούντιον]], Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 646Α.
|lstext='''κρῑβάνη''': ἡ, ἢ κριβάνης, ὁ, [[πλακούντιον]], Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 646Α.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κριβανωτός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κριβάνη]], ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πίτας στους Λάκωνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λέξης [[κρίβανος]] (<i>ὁ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
|mltxt=[[κριβάνη]], ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)<br />[[είδος]] πίτας στους Λάκωνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λέξης [[κρίβανος]] (<i>ὁ</i>), με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Revision as of 22:35, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρῑβᾰνη Medium diacritics: κριβάνη Low diacritics: κριβάνη Capitals: ΚΡΙΒΑΝΗ
Transliteration A: kribánē Transliteration B: kribanē Transliteration C: krivani Beta Code: kriba/nh

English (LSJ)

ἡ, or κρῑβᾰν-ης, ὁ, a cake, Alcm.20 (-νωτος codd. Ath.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 1508] ἡ, eine Art Kuchen, Ath. XIV, 646 a; auch τὰ κρίβανα.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
sorte de gâteau.
Étymologie: cf. κριβανωτός.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑβάνη: ἡ, ἢ κριβάνης, ὁ, πλακούντιον, Ἀλκμὰν παρ’ Ἀθην. 646Α.

Greek Monolingual

κριβάνη, ἡ και κριβάνης, ὁ (Α)
είδος πίτας στους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λέξης κρίβανος (), με αλλαγή γένους].