κρικοειδής: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρῐκοειδής:''' [[кругообразный]], [[округлый или кольцевидный]] (ἀτόμων σχήματα Plut.). | |elrutext='''κρῐκοειδής:''' [[кругообразный]], [[округлый]] или [[кольцевидный]] (ἀτόμων σχήματα Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:35, 17 September 2022
English (LSJ)
ές, ring-shaped, annular, Gal.14.715, Placit.1.3.18.
German (Pape)
[Seite 1509] ές, kreisförmig; ἀτόμων σχήματα Plat. plac. phil. 1, 3 g. E.
Greek (Liddell-Scott)
κρικοειδής: -ές, ἔχων σχῆμα κρίκου, Γαλην. 14, 715, Πλούτ. 2. 877Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de cercle.
Étymologie: κρίκος, εἶδος.
Greek Monolingual
ές (Α κρικοειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα κρίκου («κρικοειδής χόνδρος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίκος + ειδής (< εἶδος)].
Russian (Dvoretsky)
κρῐκοειδής: кругообразный, округлый или кольцевидный (ἀτόμων σχήματα Plut.).