λεπτόπρυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $2$4")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεπτόπρυμνος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει λεπτή, κομψή [[πρύμνη]] («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρυμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]]), [[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>πρυμνος</i>, [[ταχύ]]-<i>πρυμνος</i>].
|mltxt=[[λεπτόπρυμνος]], -ον (Α)<br />(για [[πλοίο]]) αυτό που έχει λεπτή, κομψή [[πρύμνη]] («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πρυμνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]]), [[πρβλ]]. [[εύπρυμνος]], [[ταχύ]]-<i>πρυμνος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:25, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόπρυμνος Medium diacritics: λεπτόπρυμνος Low diacritics: λεπτόπρυμνος Capitals: ΛΕΠΤΟΠΡΥΜΝΟΣ
Transliteration A: leptóprymnos Transliteration B: leptoprymnos Transliteration C: leptoprymnos Beta Code: lepto/prumnos

English (LSJ)

ον, with slender stern, ναῦς B.16.119.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπρυμνος: -ον, ἐπὶ πλοίου, ἔχων λεπτὴν πρύμναν, νῆα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη Βακχυλ. 16. 119 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

λεπτόπρυμνος, -ον (Α)
(για πλοίο) αυτό που έχει λεπτή, κομψή πρύμνη («νῄα παρὰ λεπτόπρυμνον φάνη», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -πρυμνος (< πρύμνη), πρβλ. εύπρυμνος, ταχύ-πρυμνος].