λευκωματικός: Difference between revisions
From LSJ
γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lefkomatikos | |Transliteration C=lefkomatikos | ||
|Beta Code=leukwmatiko/s | |Beta Code=leukwmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=λευκωματική, λευκωματικόν, [[good for]] λεύκωμα 11.2, κολλούρια Paul.Aeg.3.22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκωματικός]], -ή, -ον (Μ) [[λεύκωμα]]<br />[[θεραπευτικός]] για το [[λεύκωμα]] του ματιού. | |mltxt=[[λευκωματικός]], -ή, -ον (Μ) [[λεύκωμα]]<br />[[θεραπευτικός]] για το [[λεύκωμα]] του ματιού. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 25 August 2023
English (LSJ)
λευκωματική, λευκωματικόν, good for λεύκωμα 11.2, κολλούρια Paul.Aeg.3.22.
Greek Monolingual
λευκωματικός, -ή, -ον (Μ) λεύκωμα
θεραπευτικός για το λεύκωμα του ματιού.