μαλακτός: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=malakto/s | |Beta Code=malakto/s | ||
|Definition=ή, όν, [[that can be softened]], as iron, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>385a13</span>, al. | |Definition=ή, όν, [[that can be softened]], as iron, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Mete.</span>385a13</span>, al. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μᾰλᾰκτός:''' [[размягчаемый]], [[плавящийся]], [[плавкий]] ([[κρύσταλλος]], [[σίδηρος]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλακτός]], -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) [[μαλάσσω]]<br />αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, [[εύπλαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]] με [[σφυρηλάτηση]] ή με [[έλαση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτά</i> (Μ)<br />ήρεμα, με ήπιο τρόπο. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[μαλακτός]], -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) [[μαλάσσω]]<br />αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, [[εύπλαστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(μεταλργ.)</b> αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί [[κατεργασία]] με [[σφυρηλάτηση]] ή με [[έλαση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μαλακτά</i> (Μ)<br />ήρεμα, με ήπιο τρόπο. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, that can be softened, as iron, Arist. Mete.385a13, al.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκτός: размягчаемый, плавящийся, плавкий (κρύσταλλος, σίδηρος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μαλακτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μαλάξῃ, νὰ μαλακώσῃ, ὡς π.χ. τὸν σίδηρον, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μαλακτός, -ή, -όν, Μ και μαλαχτός, -ή, -όν) μαλάσσω
αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος
νεοελλ.
(μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση.
επίρρ...
μαλακτά (Μ)
ήρεμα, με ήπιο τρόπο.