μάρπτις: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0096.png Seite 96]] ὁ, der Räuber, der gewaltsam ergreift, Aesch. Suppl. 806. Bei Hesych. steht falsch μαρπτός, [[ὑβριστής]], sollte μαρπτής heißen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0096.png Seite 96]] ὁ, der Räuber, der gewaltsam ergreift, Aesch. Suppl. 806. Bei Hesych. steht falsch μαρπτός, [[ὑβριστής]], sollte μαρπτής heißen.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[μάρπτω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάρπτις''': -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[μάρπτις]]· [[ὑβριστής]]»· πρότερον ἐγράφετο [[ἡμαρτημένως]]: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.
|lstext='''μάρπτις''': -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «[[μάρπτις]]· [[ὑβριστής]]»· πρότερον ἐγράφετο [[ἡμαρτημένως]]: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.
}}
{{bailly
|btext=ιος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[μάρπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρπτις Medium diacritics: μάρπτις Low diacritics: μάρπτις Capitals: ΜΑΡΠΤΙΣ
Transliteration A: márptis Transliteration B: marptis Transliteration C: marptis Beta Code: ma/rptis

English (LSJ)

ὁ, seizer, ravisher, A.Supp.826 (lyr.); μάρπτυς (sic): ὑβριστής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 96] ὁ, der Räuber, der gewaltsam ergreift, Aesch. Suppl. 806. Bei Hesych. steht falsch μαρπτός, ὑβριστής, sollte μαρπτής heißen.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: μάρπτω.

Greek (Liddell-Scott)

μάρπτις: -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «μάρπτις· ὑβριστής»· πρότερον ἐγράφετο ἡμαρτημένως: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.

Greek Monolingual

μάρπτις, -ιος, ὁ (Α)
αυτός που αρπάζει κάτι βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρπτω (για το επίθημα -τις της λ. βλ. και μάντις)].

Russian (Dvoretsky)

μάρπτις: ιος ὁ похититель, хищник Aesch.