μελλητέον: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλλω]], [[κάτι]] που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''μελλητέον:''' ρημ. επίθ. του [[μέλλω]], [[κάτι]] που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. zu [[μέλλω]].
}}
}}

Revision as of 16:55, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλητέον Medium diacritics: μελλητέον Low diacritics: μελλητέον Capitals: ΜΕΛΛΗΤΕΟΝ
Transliteration A: mellētéon Transliteration B: mellēteon Transliteration C: melliteon Beta Code: mellhte/on

English (LSJ)

one must delay, E.Ph.1279, Ar. Ec.876, Pl.Criti.108e.

Greek (Liddell-Scott)

μελλητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀργοπορήσῃ, νὰ βραδύνῃ, Εὐρ. Φοίν. 1279, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 876, Πλάτ. Κριτί. 108Ε.

Greek Monotonic

μελλητέον: ρημ. επίθ. του μέλλω, κάτι που πρέπει να αναβληθεί, σε Ευρ.

German (Pape)

adj. verb. zu μέλλω.