μυστηρικός: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] = [[μυστηριακός]], [[χοιρίον]], Ar. Ach. 712 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0223.png Seite 223]] = [[μυστηριακός]], [[χοιρίον]], Ar. Ach. 712 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>I. 1</b> initié aux mystères;<br /><b>2</b> qui concerne les initiés, d'initié;<br /><b>II.</b> qui initie aux mystères.<br />'''Étymologie:''' [[μυστήριον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυστηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ μυστήρια, [[μυστηριακός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 747. | |lstext='''μυστηρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ μυστήρια, [[μυστηριακός]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 747. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for mysteries, χοιρία Ar.Ach.747.
German (Pape)
[Seite 223] = μυστηριακός, χοιρίον, Ar. Ach. 712 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. 1 initié aux mystères;
2 qui concerne les initiés, d'initié;
II. qui initie aux mystères.
Étymologie: μυστήριον.
Greek (Liddell-Scott)
μυστηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὰ μυστήρια, μυστηριακός, Ἀριστοφ. Ἀχ. 747.
Greek Monolingual
μυστηρικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα μυστήρια ή προορίζεται για μυστηριακή τελετή, μυστηριακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστηρ-ίον, αν δεν πρόκειται για απευθείας παραγωγή από έναν αμάρτυρο τ. μυστήρ].
Greek Monotonic
μυστηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για τα μυστήρια, μυστικός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μυστηρικός: предназначенный для мистерий, приносимый в жертву во время мистерий (χοιρίον Arph.).
Middle Liddell
μυστηρικός, ή, όν
of or for mysteries, mystic, Ar.