νεογέννητος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=neogennitos
|Transliteration C=neogennitos
|Beta Code=neoge/nnhtos
|Beta Code=neoge/nnhtos
|Definition=ον, gloss on [[νεογιλός]], Phot.
|Definition=νεογέννητον, gloss on [[νεογιλός]], Phot.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεογέννητος Medium diacritics: νεογέννητος Low diacritics: νεογέννητος Capitals: ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neogénnētos Transliteration B: neogennētos Transliteration C: neogennitos Beta Code: neoge/nnhtos

English (LSJ)

νεογέννητον, gloss on νεογιλός, Phot.

German (Pape)

[Seite 241] = Vor., Schol. Luc. Halc. 3.

Greek (Liddell-Scott)

νεογέννητος: -ον, = τῷ προηγ., Φώτ. ἐν λέξει νεογιλόν.

Greek Monolingual

και νιογέννητος, -η, -ο (ΑΜ νεογέννητος, Μ και νηογέννητος, -ον)
αυτός που γεννήθηκε μόλις πριν από λίγο, αρτιγέννητος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το νεογέννητο
το νεογνό
2. μτφ. αυτός που έχει εμφανιστεί πρόσφατα ή αυτός που έχει προκύψει πρόσφατα («το νεογέννητο το φως», Σολωμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -γέννητος (< γεννῶ)].