ξηρίον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksirion
|Transliteration C=ksirion
|Beta Code=chri/on
|Beta Code=chri/on
|Definition=τό, [[desiccative powder]] for putting on wounds, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1142.7</span> (iii A.D.), <span class="bibl">Aët.6.65</span>,al., <span class="bibl">Alex.Trall.1.15</span>; κριθαὶ ξηρίον ἐπιπασσόμεναι τοῖς ἕλκεσι <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">Pr.</span>1.150</span>.
|Definition=τό, [[desiccative powder]] for putting on wounds, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1142.7 (iii A.D.), Aët.6.65,al., Alex.Trall.1.15; κριθαὶ ξηρίον ἐπιπασσόμεναι τοῖς ἕλκεσι Alex.Aphr.''Pr.''1.150.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ξηρίον]] και [[ξήριον]]) [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. [[σκονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αποξηραντική [[σκόνη]], η οποία επιπασσόταν [[πάνω]] σε τραύματα ή πληγές.
|mltxt=το (ΑΜ [[ξηρίον]] και [[ξήριον]]) [[ξηρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λόγια]] [[ονομασία]] ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. [[σκονάκι]]<br /><b>αρχ.</b><br />αποξηραντική [[σκόνη]], η οποία επιπασσόταν [[πάνω]] σε τραύματα ή πληγές.
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρίον Medium diacritics: ξηρίον Low diacritics: ξηρίον Capitals: ΞΗΡΙΟΝ
Transliteration A: xēríon Transliteration B: xērion Transliteration C: ksirion Beta Code: chri/on

English (LSJ)

τό, desiccative powder for putting on wounds, POxy.1142.7 (iii A.D.), Aët.6.65,al., Alex.Trall.1.15; κριθαὶ ξηρίον ἐπιπασσόμεναι τοῖς ἕλκεσι Alex.Aphr.Pr.1.150.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ξηρίον και ξήριον) ξηρός
νεοελλ.
λόγια ονομασία ποσότητας κονιοποιημένου φαρμάκου, κν. σκονάκι
αρχ.
αποξηραντική σκόνη, η οποία επιπασσόταν πάνω σε τραύματα ή πληγές.