νηπιέη: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=nhpie/h | |Beta Code=nhpie/h | ||
|Definition=ἡ, Ep. form for *νηπιίη, (νήπιος) [[childhood]], [[childishness]], οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ <span class="bibl">Il.9.491</span>: in plural, <b class="b3">οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας</b> (for [[Νηπιίας]]) ὀχέειν <span class="bibl">Od.1.297</span>; ἐπεὶ… ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν [[in childish fashion]], <span class="bibl">Il.15.363</span>; <b class="b3">ἡγήσατο νηπιέῃσι</b> led them [[in his folly]], <span class="bibl">Od.24.469</span>. | |Definition=ἡ, Ep. form for *νηπιίη, (νήπιος) [[childhood]], [[childishness]], οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ <span class="bibl">Il.9.491</span>: in plural, <b class="b3">οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας</b> (for [[Νηπιίας]]) ὀχέειν <span class="bibl">Od.1.297</span>; ἐπεὶ… ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν [[in childish fashion]], <span class="bibl">Il.15.363</span>; <b class="b3">ἡγήσατο νηπιέῃσι</b> led them [[in his folly]], <span class="bibl">Od.24.469</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> bas âge, première enfance;<br /><b>2</b> puérilité, enfantillage.<br />'''Étymologie:''' [[νήπιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νηπιέη''': ἴδε [[νηπιάα]]. | |lstext='''νηπιέη''': ἴδε [[νηπιάα]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:38, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, Ep. form for *νηπιίη, (νήπιος) childhood, childishness, οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ Il.9.491: in plural, οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας (for Νηπιίας) ὀχέειν Od.1.297; ἐπεὶ… ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῃσιν in childish fashion, Il.15.363; ἡγήσατο νηπιέῃσι led them in his folly, Od.24.469.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 bas âge, première enfance;
2 puérilité, enfantillage.
Étymologie: νήπιος.
Greek (Liddell-Scott)
νηπιέη: ἴδε νηπιάα.
English (Autenrieth)
(νήπιος), acc. pl. νηπιάᾶς: infancy, childhood, helplessness of childhood, Il. 9.491; pl., childish thoughts.
Greek Monolingual
νηπιέη και νηπιάα, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. η ηλικία του νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» — δεν πρέπει να φέρεσαι με παιδαριώδεις τρόπους, Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) νηπιέησιν
με παιδαριώδη τρόπο («ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῇσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -έη, κατά το ηνορέη. Ο τ. της αιτ. πληθ. νηπιάας οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
νηπιέη: βλ. νηπιάα.
Russian (Dvoretsky)
νηπιέη: ἡ (только dat. обоих чисел и acc. pl. νηπιάας)
1) младенчество, детство: ἐν νηπιέῃ Hom. в дни детства;
2) детская забава, ребячество: νηπιάας ὀχέειν Hom. по-детски шалить, ребячиться; νηπιέῃσιν Hom. по-детски, ребячески.