ἐναποστηρίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐκτέμνεσθαί τινας φιλανθρωπίᾳ → disarm and deceive by kindness

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)naposthri/zomai
|Beta Code=e)naposthri/zomai
|Definition=Med., [[fix oneself in]]. or [[on]], ἐς τὴν γλῶσσαν Hp.Acut.(Sp.).9, cf. <span class="title">Placit.</span>2.20.10.
|Definition=Med., [[fix oneself in]]. or [[on]], ἐς τὴν γλῶσσαν Hp.Acut.(Sp.).9, cf. <span class="title">Placit.</span>2.20.10.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[confluir en]], [[fijarse en]] c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται <i>Placit</i>.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναποστηρίζομαι''': μέσ., [[στηρίζω]] ἐμαυτὸν [[ἐντός]] τινος ἢ ἐπί τινος, ὁκόταν... ἐς τὴν γλῶσσαν ἐναποστηρίζωνται (αἱ φλέβες) Ἱππ. 397. 39, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 528.
|lstext='''ἐναποστηρίζομαι''': μέσ., [[στηρίζω]] ἐμαυτὸν [[ἐντός]] τινος ἢ ἐπί τινος, ὁκόταν... ἐς τὴν γλῶσσαν ἐναποστηρίζωνται (αἱ φλέβες) Ἱππ. 397. 39, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 528.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[confluir en]], [[fijarse en]] c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.<i>Acut.(Sp.)</i> 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται <i>Placit</i>.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναποστηρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῦ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», <b>Στοβ.</b>).
|mltxt=[[ἐναποστηρίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> στηρίζομαι [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῦ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», <b>Στοβ.</b>).
}}
}}

Revision as of 16:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναποστηρίζομαι Medium diacritics: ἐναποστηρίζομαι Low diacritics: εναποστηρίζομαι Capitals: ΕΝΑΠΟΣΤΗΡΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: enapostērízomai Transliteration B: enapostērizomai Transliteration C: enapostirizomai Beta Code: e)naposthri/zomai

English (LSJ)

Med., fix oneself in. or on, ἐς τὴν γλῶσσαν Hp.Acut.(Sp.).9, cf. Placit.2.20.10.

Spanish (DGE)

confluir en, fijarse en c. giro prep. ἐς τὴν γλῶσσαν (αἱ φλέβες) Hp.Acut.(Sp.) 9, εἰς ὃν (ἥλιον) ... ἀκτῖνες ἐναποστηρίζονται Placit.2.20.10 (= Diog.Apoll.A.13).

German (Pape)

[Seite 828] (s. στηρίζω), sich darauf stämmen, εἴς τι, Hippocr.; Stob. ecl. phys. 1, 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναποστηρίζομαι: μέσ., στηρίζω ἐμαυτὸν ἐντός τινος ἢ ἐπί τινος, ὁκόταν... ἐς τὴν γλῶσσαν ἐναποστηρίζωνται (αἱ φλέβες) Ἱππ. 397. 39, Στοβ. Ἐκλογ. 1. 528.

Greek Monolingual

ἐναποστηρίζομαι (Α)
1. στηρίζομαι πάνω σε κάτι
2. μπήγομαι («Διογένης κισηροειδῆ τὸν ἥλιον εἰς ὅv ἀπὸ τοῦ αἰθέρος ἀκτῑνες ἐναποστηρίζονται», Στοβ.).