ἐξάραγμα: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)ca/ragma
|Beta Code=e)ca/ragma
|Definition=[ᾰρ], ατος, τό, = [[σύντριμμα]], Hp. ap. Gal.19.98.
|Definition=[ᾰρ], ατος, τό, = [[σύντριμμα]], Hp. ap. Gal.19.98.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[fractura]], [[rotura]] Hp. en Gal.19.98, Ruf.<i>Interrog</i>.60.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάραγμα''': τό, «[[σύντριμμα]]» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.
|lstext='''ἐξάραγμα''': τό, «[[σύντριμμα]]» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />medic. [[fractura]], [[rotura]] Hp. en Gal.19.98, Ruf.<i>Interrog</i>.60.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξάραγμα]], το (Α) [[εξαράσσω]]<br />αυτό που προήλθε από [[θραύση]], το [[θραύσμα]], το [[σύντριμμα]].
|mltxt=[[ἐξάραγμα]], το (Α) [[εξαράσσω]]<br />αυτό που προήλθε από [[θραύση]], το [[θραύσμα]], το [[σύντριμμα]].
}}
}}

Latest revision as of 15:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάραγμα Medium diacritics: ἐξάραγμα Low diacritics: εξάραγμα Capitals: ΕΞΑΡΑΓΜΑ
Transliteration A: exáragma Transliteration B: exaragma Transliteration C: eksaragma Beta Code: e)ca/ragma

English (LSJ)

[ᾰρ], ατος, τό, = σύντριμμα, Hp. ap. Gal.19.98.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. fractura, rotura Hp. en Gal.19.98, Ruf.Interrog.60.

German (Pape)

[Seite 871] τό, das Herausgeschlagene, der Splitter, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάραγμα: τό, «σύντριμμα» Γαληνοῦ τῶν Ἱππ. γλωσσ. Ἐξήγ. σ. 466.

Greek Monolingual

ἐξάραγμα, το (Α) εξαράσσω
αυτό που προήλθε από θραύση, το θραύσμα, το σύντριμμα.