ἐπιγουνίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>ἐπῐγουνῐδῐος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> on [[one]]'s [[knee]] “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς” i. e. as he [[lay]] on [[their]] knees (P. 9.62)
|sltr=<b>ἐπῐγουνῐδῐος</b> on [[one]]'s [[knee]] “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι [[βρέφος]] αὐταῖς” i. e. as he [[lay]] on [[their]] knees (P. 9.62)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:45, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγουνίδιος Medium diacritics: ἐπιγουνίδιος Low diacritics: επιγουνίδιος Capitals: ΕΠΙΓΟΥΝΙΔΙΟΣ
Transliteration A: epigounídios Transliteration B: epigounidios Transliteration C: epigounidios Beta Code: e)pigouni/dios

English (LSJ)

[ῐδ], ον, upon the knee, βρέφος ἐ. κατθηκάμενος Pi.P.9.62.

German (Pape)

[Seite 933] auf den Knieen, κατθηκάμενος Pind. P. 9, 62.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγουνίδιος: -ον, (γόνυ) ὁ ἐπὶ τοῦ γόνατος, ταὶ δ’ (αἱ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ) ἐπιγουνίδιον κατθηκάμεναι βρέφος αὑταῖς, νέκταρ ἐν χείλεσσι καὶ ἀμβροσίαν στάξοισι, «αἱ δὲ Ὧραι καὶ ἡ Γῆ ἐπὶ τοῖς ἑαυτῶν γόνασι θεῖσαι τὸν Ἀρισταῖον καὶ θαυμάσασαι τὸ βρέφος ἐνστάξουσι τοῖς χείλεσι νέκταρ καὶ ἀμβροσίαν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 9. 107.

English (Slater)

ἐπῐγουνῐδῐος on one's knee “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” i. e. as he lay on their knees (P. 9.62)

Greek Monolingual

ἐπιγουνίδιος, -ον (Α) επιγουνίς
(για βρέφος) αυτός που κάθεται πάνω στα γόνατα της μητέρας, της τροφού κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγουνίδιος: тот, которого держат на коленях (βρέφος Pind.).