ἀλεκτόρειος: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)lekto/reios
|Beta Code=a)lekto/reios
|Definition=ον, (ἀλέκτωρ) [[of a fowl]], κόπρος <span class="bibl">Aët.2.118</span>.
|Definition=ον, (ἀλέκτωρ) [[of a fowl]], κόπρος <span class="bibl">Aët.2.118</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[de gallina]] ᾠά Synes.<i>Ep</i>.4.165<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἀλεκτορεία (<i>sc</i>. λίθος) [[piedra de las gallinas]] la que se encuentra en las mollejas, Plin.<i>HN</i> 37.144, Isid.<i>Etym</i>.16.13.8.<br /><b class="num">2</b> medic. ἀλεκτόρειον καταπότιον píldora laxante</i> Garg.Mart.30.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλεκτόρειος''': ον ([[ἀλέκτωρ]]) ὁ ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα ἢ ἀλεκτορίδα ὄρνιθα. ᾠά, Συνέσ. 167D.
|lstext='''ἀλεκτόρειος''': ον ([[ἀλέκτωρ]]) ὁ ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα ἢ ἀλεκτορίδα ὄρνιθα. ᾠά, Συνέσ. 167D.
}}
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><b class="num">1</b> [[de gallina]] ᾠά Synes.<i>Ep</i>.4.165<br /><b class="num">•</b>subst. ἡ ἀλεκτορεία (<i>sc</i>. λίθος) [[piedra de las gallinas]] la que se encuentra en las mollejas, Plin.<i>HN</i> 37.144, Isid.<i>Etym</i>.16.13.8.<br /><b class="num">2</b> medic. ἀλεκτόρειον καταπότιον píldora laxante</i> Garg.Mart.30.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλεκτόρειος]], -ον (ΑΜ) [[ἀλέκτωρ]]<br />αυτός που ανήκει σε κόκορα ή [[κότα]] ή προέρχεται από αυτά.
|mltxt=[[ἀλεκτόρειος]], -ον (ΑΜ) [[ἀλέκτωρ]]<br />αυτός που ανήκει σε κόκορα ή [[κότα]] ή προέρχεται από αυτά.
}}
}}

Revision as of 12:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεκτόρειος Medium diacritics: ἀλεκτόρειος Low diacritics: αλεκτόρειος Capitals: ΑΛΕΚΤΟΡΕΙΟΣ
Transliteration A: alektóreios Transliteration B: alektoreios Transliteration C: alektoreios Beta Code: a)lekto/reios

English (LSJ)

ον, (ἀλέκτωρ) of a fowl, κόπρος Aët.2.118.

Spanish (DGE)

-α, -ον
1 de gallina ᾠά Synes.Ep.4.165
subst. ἡ ἀλεκτορεία (sc. λίθος) piedra de las gallinas la que se encuentra en las mollejas, Plin.HN 37.144, Isid.Etym.16.13.8.
2 medic. ἀλεκτόρειον καταπότιον píldora laxante Garg.Mart.30.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεκτόρειος: ον (ἀλέκτωρ) ὁ ἀνήκων εἰς ἀλέκτορα ἢ ἀλεκτορίδα ὄρνιθα. ᾠά, Συνέσ. 167D.

Greek Monolingual

ἀλεκτόρειος, -ον (ΑΜ) ἀλέκτωρ
αυτός που ανήκει σε κόκορα ή κότα ή προέρχεται από αυτά.