ἀμυησία: Difference between revisions

From LSJ

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)muhsi/a
|Beta Code=a)muhsi/a
|Definition=ἡ, [[a being uninitiated]], AB406, Hsch.s.v. [[ἀνοργίας]].
|Definition=ἡ, [[a being uninitiated]], AB406, Hsch.s.v. [[ἀνοργίας]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[no iniciación]], <i>AB</i> 406, Hsch.s.u. ἀνοργίας.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμυησία''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[ἀμύητος]], τὸ μὴ εἶναί τινα μεμυημένον, Α. Β. 406, 12, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνοργίας.
|lstext='''ἀμυησία''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[ἀμύητος]], τὸ μὴ εἶναί τινα μεμυημένον, Α. Β. 406, 12, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνοργίας.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[no iniciación]], <i>AB</i> 406, Hsch.s.u. ἀνοργίας.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀμυησία]]) [[ἀμύητος]]<br />[[έλλειψη]] μυήσεως, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[αμύητος]].
|mltxt=η (Α [[ἀμυησία]]) [[ἀμύητος]]<br />[[έλλειψη]] μυήσεως, το να [[είναι]] [[κανείς]] [[αμύητος]].
}}
}}

Revision as of 13:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμυησία Medium diacritics: ἀμυησία Low diacritics: αμυησία Capitals: ΑΜΥΗΣΙΑ
Transliteration A: amyēsía Transliteration B: amyēsia Transliteration C: amyisia Beta Code: a)muhsi/a

English (LSJ)

ἡ, a being uninitiated, AB406, Hsch.s.v. ἀνοργίας.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ no iniciación, AB 406, Hsch.s.u. ἀνοργίας.

German (Pape)

[Seite 130] ἡ, das Nichteingeweihtsein, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυησία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ ἀμύητος, τὸ μὴ εἶναί τινα μεμυημένον, Α. Β. 406, 12, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ἀνοργίας.

Greek Monolingual

η (Α ἀμυησία) ἀμύητος
έλλειψη μυήσεως, το να είναι κανείς αμύητος.