ἀναγεννητικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nagennhtiko/s
|Beta Code=a)nagennhtiko/s
|Definition=ή, όν, [[able to produce]], εἰδώλων <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.28</span> (dub. l.).
|Definition=ή, όν, [[able to produce]], εἰδώλων <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.28</span> (dub. l.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[generador]], [[creador]] δραστικῶν εἰδώλων Iambl.<i>Myst</i>.3.28 (var.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναγεννητικός''': -ή, -όν, = ἱκανὸς νὰ ἀναπαραγάγῃ, τινὸς Ἰαμβ. Μυστ. 3. 28.
|lstext='''ἀναγεννητικός''': -ή, -όν, = ἱκανὸς νὰ ἀναπαραγάγῃ, τινὸς Ἰαμβ. Μυστ. 3. 28.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[generador]], [[creador]] δραστικῶν εἰδώλων Iambl.<i>Myst</i>.3.28 (var.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἀναγεννητικός]], -ή, -όν) [[αναγεννῶ]]<br />ο [[ικανός]] να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, [[αναζωογονητικός]].
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ἀναγεννητικός]], -ή, -όν) [[αναγεννῶ]]<br />ο [[ικανός]] να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, [[αναζωογονητικός]].
}}
}}

Revision as of 13:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγεννητικός Medium diacritics: ἀναγεννητικός Low diacritics: αναγεννητικός Capitals: ΑΝΑΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anagennētikós Transliteration B: anagennētikos Transliteration C: anagennitikos Beta Code: a)nagennhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, able to produce, εἰδώλων Iamb.Myst.3.28 (dub. l.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
generador, creador δραστικῶν εἰδώλων Iambl.Myst.3.28 (var.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγεννητικός: -ή, -όν, = ἱκανὸς νὰ ἀναπαραγάγῃ, τινὸς Ἰαμβ. Μυστ. 3. 28.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀναγεννητικός, -ή, -όν) αναγεννῶ
ο ικανός να αναπαράγει ή να ξαναδημιουργεί, αναζωογονητικός.