ἀναμφήριστος: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)namfh/ristos
|Beta Code=a)namfh/ristos
|Definition=ον, = [[ἀναμφίβολος]], Hsch.
|Definition=ον, = [[ἀναμφίβολος]], Hsch.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.34, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con claridad]] δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.<i>Strom</i>.1.21.101.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμφήριστος''': -ον, ἀδιαφιλονείκητος, [[ἀναμφίβολος]], ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.
|lstext='''ἀναμφήριστος''': -ον, ἀδιαφιλονείκητος, [[ἀναμφίβολος]], ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[indiscutible]] Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.10.34, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[con claridad]] δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.<i>Strom</i>.1.21.101.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμφήριστος]], -ον) [[άμφήριστος]]<br />[[αναμφίβολος]], [[αναντίρρητος]], [[βέβαιος]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναμφήριστος]], -ον) [[άμφήριστος]]<br />[[αναμφίβολος]], [[αναντίρρητος]], [[βέβαιος]].
}}
}}

Revision as of 13:08, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμφήριστος Medium diacritics: ἀναμφήριστος Low diacritics: αναμφήριστος Capitals: ΑΝΑΜΦΗΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: anamphḗristos Transliteration B: anamphēristos Transliteration C: anamfiristos Beta Code: a)namfh/ristos

English (LSJ)

ον, = ἀναμφίβολος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 indiscutible Χριστὸς ἀ. ἔπος μυθήσατο Nonn.Par.Eu.Io.10.34, cf. Hsch.
2 adv. -ως con claridad δειχθήσεται ἀ. ... ἡ κατὰ Ἑβραίους φιλοσοφία Clem.Al.Strom.1.21.101.

German (Pape)

[Seite 198] unbestritten, gewiß, Nonn. – Adv -ίστως, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμφήριστος: -ον, ἀδιαφιλονείκητος, ἀναμφίβολος, ὡς ὁ Schneid. ἐν Τίμωνι παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. P. 1. 224· ἄλλοι ἔχουσιν ἐπαμφήριστος. - Ἐπίρρ. -τως Κλήμ. Ἀλ. 378.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναμφήριστος, -ον) άμφήριστος
αναμφίβολος, αναντίρρητος, βέβαιος.