Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναμαρμαίρω: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)namarmai/rw
|Beta Code=a)namarmai/rw
|Definition=[[move quickly]], of a smith's bellows, <span class="bibl">A.R.3.1300</span>.
|Definition=[[move quickly]], of a smith's bellows, <span class="bibl">A.R.3.1300</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[avivar]] del fuelle de fragua φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι A.R.3.1300.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναμαρμαίρω''': κινοῦμαι [[ταχέως]], ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν [[ἄλλην]] σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν [[κυρίως]] τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης [[ἔξωθεν]]». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.
|lstext='''ἀναμαρμαίρω''': κινοῦμαι [[ταχέως]], ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν [[ἄλλην]] σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν [[κυρίως]] τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης [[ἔξωθεν]]». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[avivar]] del fuelle de fragua φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι A.R.3.1300.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναμαρμαίρω]] (Α)<br />(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαρμαίρω]] «[[αστράπτω]]»].
|mltxt=[[ἀναμαρμαίρω]] (Α)<br />(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι [[γρήγορα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαρμαίρω]] «[[αστράπτω]]»].
}}
}}

Revision as of 13:07, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμαρμαίρω Medium diacritics: ἀναμαρμαίρω Low diacritics: αναμαρμαίρω Capitals: ΑΝΑΜΑΡΜΑΙΡΩ
Transliteration A: anamarmaírō Transliteration B: anamarmairō Transliteration C: anamarmairo Beta Code: a)namarmai/rw

English (LSJ)

move quickly, of a smith's bellows, A.R.3.1300.

Spanish (DGE)

avivar del fuelle de fragua φῦσαι χαλκήων ὁτὲ μέν τ' ἀναμαρμαίρουσιν πῦρ ὀλοὸν πιμπρᾶσαι A.R.3.1300.

German (Pape)

[Seite 197] aufglänzen machen, Feuer entzünden, Ap. Rh. 3, 1300, s. ἀναμορμύρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμαρμαίρω: κινοῦμαι ταχέως, ἐπὶ τῶν φυσητήρων σιδηρουργοῦ, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1300· ἀλλ’ ὁ Σχολιαστὴς δίδει εἰς τὴν λέξιν ἄλλην σημασίαν: «ἀναμαρμαίρειν κυρίως τὸ καίειν· μετενήνοχε δὲ τὴν φωνὴν ἀπὸ τῆς σφοδροτάτης φυσήσεως ἐνεργούσης ἔξωθεν». ― Ὁ Ρούγκ. ὑπέβαλε διόρθωσιν ἀναμορμύρουσι, ὁ δὲ Μέρκελος ἀναμαιμάουσι.

Greek Monolingual

ἀναμαρμαίρω (Α)
(για φυσητήρα σιδηρουργού) κινούμαι γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + μαρμαίρω «αστράπτω»].