ἀνονείδιστος: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)nonei/distos | |Beta Code=a)nonei/distos | ||
|Definition=ον, [[irreproachable]], Nic.Dam.<span class="bibl">p.119D.</span> | |Definition=ον, [[irreproachable]], Nic.Dam.<span class="bibl">p.119D.</span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[irreprochable]] πάντα Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.62.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreprochablemente]] χορηγεῖν Herm.<i>Sim</i>.9.24.2. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνονείδιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, [[ἄμεμπτος]], Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26. | |lstext='''ἀνονείδιστος''': -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, [[ἄμεμπτος]], Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνονείδιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[κανείς]] δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, [[άμεμπτος]], [[άψογος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε [[επίπληξη]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀνονείδιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που [[κανείς]] δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, [[άμεμπτος]], [[άψογος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε [[επίπληξη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:20, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, irreproachable, Nic.Dam.p.119D.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreprochable πάντα Nic.Dam.Vit.Caes.62.
2 adv. -ως irreprochablemente χορηγεῖν Herm.Sim.9.24.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνονείδιστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὀνειδίσῃ, ἄμεμπτος, Νικόλ. Δαμ. σ. 22, 4. ἔκδ. Πικκόλου. - Ἐπίρρ. -στως Ἑρμᾶς ἔκδ. Ang. et Dind. σ. 103. 26.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνονείδιστος, -ον)
1. αυτός που κανείς δεν μπορεί να ονειδίσει, να κατηγορήσει, άμεμπτος, άψογος
2. αυτός που δεν κατηγορήθηκε, δεν του έγινε επίπληξη.