ἀποικεσία: Difference between revisions

From LSJ

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)poikesi/a
|Beta Code=a)poikesi/a
|Definition=ἡ, = [[ἀποίκησις]], especially of [[the Captivity]], <span class="bibl">LXX<span class="title">4 Ki.</span>24.15</span>, al.
|Definition=ἡ, = [[ἀποίκησις]], especially of [[the Captivity]], <span class="bibl">LXX<span class="title">4 Ki.</span>24.15</span>, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[destierro]] esp. de la cautividad ἐν ἀποικεσίᾳ εἰς γῆν ἀλλοτρίαν [[LXX]] <i>Psalm.Salom</i>.9.1, ἀποικεσίαι μάχιμοι destierros hostiles</i> [[LXX]] 4<i>Re</i>.19.25, τοὺς ἰσχυροὺς ... ἀπήγαγεν ἀποικεσίαν [[LXX]] 4<i>Re</i>.24.15, οἱ υἱοὶ ἀποικεσίας los hijos de la cautividad</i> [[LXX]] 2<i>Es</i>.6.19, cf. 16.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποικεσία''': ἡ, = [[ἀποίκησις]], ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.).
|lstext='''ἀποικεσία''': ἡ, = [[ἀποίκησις]], ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[destierro]] esp. de la cautividad ἐν ἀποικεσίᾳ εἰς γῆν ἀλλοτρίαν [[LXX]] <i>Psalm.Salom</i>.9.1, ἀποικεσίαι μάχιμοι destierros hostiles</i> [[LXX]] 4<i>Re</i>.19.25, τοὺς ἰσχυροὺς ... ἀπήγαγεν ἀποικεσίαν [[LXX]] 4<i>Re</i>.24.15, οἱ υἱοὶ ἀποικεσίας los hijos de la cautividad</i> [[LXX]] 2<i>Es</i>.6.19, cf. 16.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποικεσία]], η [[αποικώ]]<br /><b>1.</b> η [[απομάκρυνση]] από την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> η [[μετοικεσία]] Βαβυλώνος (ΠΔ).
|mltxt=[[ἀποικεσία]], η [[αποικώ]]<br /><b>1.</b> η [[απομάκρυνση]] από την [[πατρίδα]]<br /><b>2.</b> η [[μετοικεσία]] Βαβυλώνος (ΠΔ).
}}
}}

Revision as of 13:45, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικεσία Medium diacritics: ἀποικεσία Low diacritics: αποικεσία Capitals: ΑΠΟΙΚΕΣΙΑ
Transliteration A: apoikesía Transliteration B: apoikesia Transliteration C: apoikesia Beta Code: a)poikesi/a

English (LSJ)

ἡ, = ἀποίκησις, especially of the Captivity, LXX4 Ki.24.15, al.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
destierro esp. de la cautividad ἐν ἀποικεσίᾳ εἰς γῆν ἀλλοτρίαν LXX Psalm.Salom.9.1, ἀποικεσίαι μάχιμοι destierros hostiles LXX 4Re.19.25, τοὺς ἰσχυροὺς ... ἀπήγαγεν ἀποικεσίαν LXX 4Re.24.15, οἱ υἱοὶ ἀποικεσίας los hijos de la cautividad LXX 2Es.6.19, cf. 16.

German (Pape)

[Seite 304] ἡ, Auswanderung, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικεσία: ἡ, = ἀποίκησις, ἰδίως ἐπὶ τῆς αἰχμαλωσίας τῶν Ἰουδαίων, Ἐβδ. (Βασιλ. Δ΄, κδ΄, 15, κ. ἀλλ.).

Greek Monolingual

ἀποικεσία, η αποικώ
1. η απομάκρυνση από την πατρίδα
2. η μετοικεσία Βαβυλώνος (ΠΔ).