πλατύστομος: Difference between revisions
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=platystomos | |Transliteration C=platystomos | ||
|Beta Code=platu/stomos | |Beta Code=platu/stomos | ||
|Definition= | |Definition=πλατύστομον, [[wide-mouthed]], [[λέβης]], [[χύτρα]], [[ἀγγεῖον]], Dsc.1.30, Damocr. ap. Gal. 13.40, ''Gp.''9.24.1; of a cupping instrument, Sor.1.50. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
πλατύστομον, wide-mouthed, λέβης, χύτρα, ἀγγεῖον, Dsc.1.30, Damocr. ap. Gal. 13.40, Gp.9.24.1; of a cupping instrument, Sor.1.50.
German (Pape)
[Seite 627] breitmündig, mit breitem, weit offen stehendem Munde, mit solchem Munde sprechend, platt, breit aussprechend, wie bes. die Dorier thaten.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰτύστομος: -ον, ὁ ἔχων πλατὺ στόμα, ἐπὶ ἀγγείων, Γεωπ. 9. 24, 1.
Greek Monolingual
-η, -ο / πλατύστομος, -ον, ΝΜΑ
(κυρίως για αγγεία) αυτός που έχει πλατύ στόμα, ευρύ στόμιο («πλατύστομον ἀγγεῖον», Γεωπ.)
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) αυτός που μιλάει χρησιμοποιώντας πομπώδεις εκφράσεις, που λέει παχιά, μεγάλα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. πλατυ- + -στόμος (< στόμα)].