εὐσχημάτιστος: Difference between revisions
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), [[πρβλ]]. [[ασχημάτιστος]], [[ετεροσχημάτιστος]]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), [[πρβλ]]. [[ασχημάτιστος]], [[ετεροσχημάτιστος]]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>gut [[gestaltet]]</i>, Eust. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, well-formed, Eust.1570.47.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσχημάτιστος: -ον, καλῶς ἐσχηματισμένος, Εὐστ. 1570. 47.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ εὐσχημάτιστος, -ον)
καλά σχηματισμένος
μσν.
αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. ασχημάτιστος, ετεροσχημάτιστος].
German (Pape)
gut gestaltet, Eust.