οὐριβάτας: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=ou)riba/tas | |Beta Code=ou)riba/tas | ||
|Definition=[βᾰ], ου, ὁ, poet. for [[ὀρειβάτης]], [[walking the mountains]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>773.27</span> (lyr.), cj. in <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>170</span> (lyr.). | |Definition=[βᾰ], ου, ὁ, poet. for [[ὀρειβάτης]], [[walking the mountains]], <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>773.27</span> (lyr.), cj. in <span class="bibl">Id.<span class="title">El.</span>170</span> (lyr.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><i>poét. c.</i> [[ὀρειβάτης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οὐριβάτας''': -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[ὀρειβάτης]], ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἠλ. 170, Ἀποσπ. 775. 25· ὀριβάτας Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. - Περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ Dind. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. | |lstext='''οὐριβάτας''': -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ [[ὀρειβάτης]], ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἠλ. 170, Ἀποσπ. 775. 25· ὀριβάτας Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. - Περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ Dind. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:58, 1 October 2022
English (LSJ)
[βᾰ], ου, ὁ, poet. for ὀρειβάτης, walking the mountains, E.Fr.773.27 (lyr.), cj. in Id.El.170 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
poét. c. ὀρειβάτης.
Greek (Liddell-Scott)
οὐριβάτας: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ὀρειβάτης, ὁ περιπατῶν εἰς τὰ ὄρη, Εὐρ. Ἠλ. 170, Ἀποσπ. 775. 25· ὀριβάτας Ἀριστοφ. Ὄρν. 276. - Περὶ τοῦ τύπου ἰδὲ Dind. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.
Greek Monolingual
οὐριβάτας, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. ορειβάτης.
Greek Monotonic
οὐριβάτας: -ου, ὁ, ποιητ. και Δωρ. αντί ὀρειβάτης, αυτός που περπατά, που τριγυρίζει στα βουνά, σε Ευρ.· επίσης ὀριβάτης, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
οὐρῐβάτᾱς: ου (βᾰ) adj. m Eur. = ὀρειβάτης.