τελεστός: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. <i>ἀτέλεσ</i>-<i>τος</i>, <i>ὀψιτέλεσ</i>-<i>τος</i>. Η [[μαρτυρία]] του απλού <i>τελεσ</i>-<i>τός</i> [[είναι]] αμφίβολη].
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. <i>ἀτέλεσ</i>-<i>τος</i>, <i>ὀψιτέλεσ</i>-<i>τος</i>. Η [[μαρτυρία]] του απλού <i>τελεσ</i>-<i>τός</i> [[είναι]] αμφίβολη].
}}
{{pape
|ptext=adj. verb. von [[τελέω]], <i>[[vollendet]], [[eingeweiht]]</i>, Sp.
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεστός Medium diacritics: τελεστός Low diacritics: τελεστός Capitals: ΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: telestós Transliteration B: telestos Transliteration C: telestos Beta Code: telesto/s

English (LSJ)

ή, όν, fulfilled, ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν dub. in IG22.4548.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που μπορεί να εκπληρωθεί, να πραγματοποιηθεί («ἐπὶ τελεστῶν ἀγαθῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στα σύνθ. ἀτέλεσ-τος, ὀψιτέλεσ-τος. Η μαρτυρία του απλού τελεσ-τός είναι αμφίβολη].

German (Pape)

adj. verb. von τελέω, vollendet, eingeweiht, Sp.