τυντλώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[τύντλος]])<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[λασπώδης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «[[τυντλώδης]] και [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ [[πεπατημένος]] καὶ [[κοινός]]<br />[[τύντλος]] γὰρ ὁ [[πεπατημένος]] [[πηλός]]».
|mltxt=-ῶδες, Α [[τύντλος]])<br /><b>1.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[λασπώδης]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ([[κατά]] τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «[[τυντλώδης]] και [[ληρώδης]] [[λόγος]], [[οἷον]] ὁ [[πεπατημένος]] καὶ [[κοινός]]<br />[[τύντλος]] γὰρ ὁ [[πεπατημένος]] [[πηλός]]».
}}
{{pape
|ptext=ες, <i>[[kotig]], [[schlammig]]</i>, Hesych., [[λόγος]] τ. καὶ [[ληρώδης]], Phryn. in <i>B.A</i>. 65.
}}
}}

Revision as of 16:50, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυντλώδης Medium diacritics: τυντλώδης Low diacritics: τυντλώδης Capitals: ΤΥΝΤΛΩΔΗΣ
Transliteration A: tyntlṓdēs Transliteration B: tyntlōdēs Transliteration C: tyntlodis Beta Code: tuntlw/dhs

English (LSJ)

ες, muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.

Greek (Liddell-Scott)

τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷονπεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».

German (Pape)

ες, kotig, schlammig, Hesych., λόγος τ. καὶ ληρώδης, Phryn. in B.A. 65.