ἀργυραμοιβικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le change de l’argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυραμοιβός]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le change de l'argent.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυραμοιβός]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 10:50, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρᾰμοιβικός Medium diacritics: ἀργυραμοιβικός Low diacritics: αργυραμοιβικός Capitals: ΑΡΓΥΡΑΜΟΙΒΙΚΟΣ
Transliteration A: argyramoibikós Transliteration B: argyramoibikos Transliteration C: argyramoivikos Beta Code: a)rguramoibiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of a money-changer or for a money-changer: ἡ ἀργυραμοιβική (sc. τέχνη), Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv. ἀργυραμοιβικῶς Id.Hist.Conscr.10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργυραμοιβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀλλαγὴν νομισμάτων, Λουκ. Δίς. Κατ. 13· ἡ -κὴ (ἐνν. τέχνη) Πολυδ. Ζ΄, 170, 209., - Ἐπίρρ. ἀργυραμοιβικῶς, κατὰ τὸν τρόπον τῶν ἀργυραμοιβῶν, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le change de l'argent.
Étymologie: ἀργυραμοιβός.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo al cambio de dinero τράπεζα ἀ. mesa de cambio, banco Theopomp.Hist.291, Did.in D.5.10, (sc. τέχνη) Poll.7.170, 209
dud. ἀργυραμοιβικὴν τράπεζαν PRev.Laws 73.3 (III a.C.)
subst. ἡ ἀργυραμοιβική la banca Luc.Bis Acc.13, 24.
2 adv. -ῶς a la manera de los cambistas ἀ. ἐξετάζειν Luc.Hist.Cons.10.

Greek Monolingual

ἀργυραμοιβικός, -ή, -όν (Α) αργυραμοιβός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό.

Greek Monotonic

ἀργῠρᾰμοιβικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος στην ανταλλαγή δηλ. των νομισμάτων, λέγεται για αργυραμοιβή, για τραπεζίτη, σε Λουκ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀργυραμοιβός
of or for a money-changer, money-changing, Luc.:—adv. ἀργυραμοιβικῶς, Luc.