ἀρχιδαφνηφορέω: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=archidafniforeo
|Transliteration C=archidafniforeo
|Beta Code=a)rxidafnhfore/w
|Beta Code=a)rxidafnhfore/w
|Definition=Thess. [[ἀρχιδαυχναφορέω]], to be [[chief]] bearer of bays ([[δαφνηφόρος]]), <span class="title">IG</span>9(2).1234 (Phalanna).
|Definition=Thess. [[ἀρχιδαυχναφορέω]], to be [[chief]] bearer of bays ([[δαφνηφόρος]]), ''IG''9(2).1234 (Phalanna).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρχιδαφνηφορέω''': εἶμαι ὁ πρῶτος τῶν δαφνηφορούντων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766 ἐν τῷ Θεσσαλ. τύπῳ (;) ἀρχιδαυχναφορείσας. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει λέξιν δαυχμόν, καὶ ἑρμηνεύει: «εὔκαυστον [[ξύλον]] δάφνης», πρβλ. καὶ σχόλ. εἰς Νίκανδρ.
|lstext='''ἀρχιδαφνηφορέω''': εἶμαι ὁ πρῶτος τῶν δαφνηφορούντων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766 ἐν τῷ Θεσσαλ. τύπῳ (;) ἀρχιδαυχναφορείσας. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει λέξιν δαυχμόν, καὶ ἑρμηνεύει: «εὔκαυστον [[ξύλον]] δάφνης», πρβλ. καὶ σχόλ. εἰς Νίκανδρ.
}}
}}

Latest revision as of 11:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχιδαφνηφορέω Medium diacritics: ἀρχιδαφνηφορέω Low diacritics: αρχιδαφνηφορέω Capitals: ΑΡΧΙΔΑΦΝΗΦΟΡΕΩ
Transliteration A: archidaphnēphoréō Transliteration B: archidaphnēphoreō Transliteration C: archidafniforeo Beta Code: a)rxidafnhfore/w

English (LSJ)

Thess. ἀρχιδαυχναφορέω, to be chief bearer of bays (δαφνηφόρος), IG9(2).1234 (Phalanna).

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιδαφνηφορέω: εἶμαι ὁ πρῶτος τῶν δαφνηφορούντων, Συλλ. Ἐπιγρ. 1766 ἐν τῷ Θεσσαλ. τύπῳ (;) ἀρχιδαυχναφορείσας. Ὁ Ἡσύχ. ἔχει λέξιν δαυχμόν, καὶ ἑρμηνεύει: «εὔκαυστον ξύλον δάφνης», πρβλ. καὶ σχόλ. εἰς Νίκανδρ.