ἰδιαζόντως: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1235.png Seite 1235]] besonders, allein, Sp., z. B. Schol. Thuc. 1, 80.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1235.png Seite 1235]] besonders, allein, Sp., z. B. Schol. Thuc. 1, 80.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιαζόντως:''' (ῐ) особо, особым образом, своеобразно (ἐπιτελεῖσθαι οὐχ [[ὁμοίως]], ἀλλ᾽ ἰ. Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδιαζόντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με ιδιαίτερο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιωτικώς, όχι [[δημόσια]]<br /><b>2.</b> διακεκριμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>ιδιάζων</i> του ρ. [[ιδιάζω]]].
|mltxt=(ΑΜ [[ἰδιαζόντως]])<br /><b>επίρρ.</b> με ιδιαίτερο τρόπο<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ιδιωτικώς, όχι [[δημόσια]]<br /><b>2.</b> διακεκριμένα<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μτχ. <i>ιδιάζων</i> του ρ. [[ιδιάζω]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰδιαζόντως:''' (ῐ) особо, особым образом, своеобразно (ἐπιτελεῖσθαι οὐχ [[ὁμοίως]], ἀλλ᾽ ἰ. Sext.).
}}
}}

Revision as of 20:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐαζόντως Medium diacritics: ἰδιαζόντως Low diacritics: ιδιαζόντως Capitals: ΙΔΙΑΖΟΝΤΩΣ
Transliteration A: idiazóntōs Transliteration B: idiazontōs Transliteration C: idiazontos Beta Code: i)diazo/ntws

English (LSJ)

[ῐδ], Adv. in a special or peculiar way, Stoic.3.94, D.S.19.99, S.E.P.1.182, Cod.Just.1.3.35.3, etc.; separately, opp. κοινῇ, Sammelb.7033.53 (v A.D.).

German (Pape)

[Seite 1235] besonders, allein, Sp., z. B. Schol. Thuc. 1, 80.

Russian (Dvoretsky)

ἰδιαζόντως: (ῐ) особо, особым образом, своеобразно (ἐπιτελεῖσθαι οὐχ ὁμοίως, ἀλλ᾽ ἰ. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιαζόντως: Ἐπίρρ., κατ’ ἰδίαν, ἰδιαιτέρως, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 182.

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰδιαζόντως)
επίρρ. με ιδιαίτερο τρόπο
μσν.
1. ιδιωτικώς, όχι δημόσια
2. διακεκριμένα
μσν.-αρχ.
ξεχωριστά, ανεξάρτητα από...
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ιδιάζων του ρ. ιδιάζω].