ὀγδοημόριον: Difference between revisions
From LSJ
Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀγδοημόριον]] και ὀγδοήμορον, τὸ (Α)<br />το ένα όγδοο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγδοος]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] ( | |mltxt=[[ὀγδοημόριον]] και ὀγδοήμορον, τὸ (Α)<br />το ένα όγδοο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄγδοος]] <span style="color: red;">+</span> [[μόριον]] ([[πρβλ]]. [[δεκατημόριον]], [[τριτημόριον]]). Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 8 May 2023
English (LSJ)
τό, eighth part, Inscr. Délos504A 12 (iii B. C.), Theol.Ar.4, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.15.12 :—also ὀγδοή-μορον, τό, IG11(2).203 A59,71 (Delos, iii B. C.), PSI6.595.7(iii B. C.).
Greek Monolingual
ὀγδοημόριον και ὀγδοήμορον, τὸ (Α)
το ένα όγδοο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγδοος + μόριον (πρβλ. δεκατημόριον, τριτημόριον). Το -η- του τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους].