ὁλόκνημος: Difference between revisions
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁλόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει όλη την [[κνήμη]] («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁλόκνημοι<br /> | |mltxt=[[ὁλόκνημος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνει όλη την [[κνήμη]] («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁλόκνημοι<br />ὁλομελεῖς».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κνήμη]] (<b>πρβλ.</b> <i>μονό</i>-<i>κνημος</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 13 October 2022
English (LSJ)
ον, with the whole shin, σκελὶς ὁ. a ham containing the whole leg, Pherecr.108.13.
German (Pape)
[Seite 325] mit dem ganzen Schienbein, σκελίδες, Schinken mit dem ganzen Schenkelknochen, Pherecrat. bei Ath. VI, 269 c; Poll. 2, 191.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόκνημος: -ον, ὁ μεθ’ ὅλης τῆς κνήμης, σκελὶς ὁλόκνημος, περιέχουσα καὶ ὅλην τὴν κνήμην, Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 13.
Greek Monolingual
ὁλόκνημος, -ον (Α)
1. αυτός που καταλαμβάνει όλη την κνήμη («σκελίδες ὁλόκνημοι», Φερεκρ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁλόκνημοι
ὁλομελεῖς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + κνήμη (πρβλ. μονό-κνημος)].