ὕδραυλις: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")
m (pape replacement)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὕδραυλις''': -εως, ἡ, ([[αὐλέω]]) ὑδραυλικόν τι μουσικὸν [[ὄργανον]], [[εὕρημα]] Ἀλεξανδρέως τινὸς κουρέως τὴν τέχνην οὗ τὸ [[ὄνομα]] ἦν Κτησίβιος, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 174Β· περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἡδύλου [[αὐτόθι]] 497D· [[ὡσαύτως]] ὕδραυλος, ὁ, Schneid. Ἐκλογ. Φυσ. 310. 97· hydraulus παρὰ Κικέρωνι· - οὕτω, τὸ ὑδραυλικὸν [[ὄργανον]] Ἀθήν. 174C.
|lstext='''ὕδραυλις''': -εως, ἡ, ([[αὐλέω]]) ὑδραυλικόν τι μουσικὸν [[ὄργανον]], [[εὕρημα]] Ἀλεξανδρέως τινὸς κουρέως τὴν τέχνην οὗ τὸ [[ὄνομα]] ἦν Κτησίβιος, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 174Β· περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἡδύλου [[αὐτόθι]] 497D· [[ὡσαύτως]] ὕδραυλος, ὁ, Schneid. Ἐκλογ. Φυσ. 310. 97· hydraulus παρὰ Κικέρωνι· - οὕτω, τὸ ὑδραυλικὸν [[ὄργανον]] Ἀθήν. 174C.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>die [[Wasserorgel]]</i>; Ath. IV.174; Heron. und Music.
}}
}}

Revision as of 16:44, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕδραυλις Medium diacritics: ὕδραυλις Low diacritics: ύδραυλις Capitals: ΥΔΡΑΥΛΙΣ
Transliteration A: hýdraulis Transliteration B: hydraulis Transliteration C: ydravlis Beta Code: u(/draulis

English (LSJ)

εως, ἡ, hydraulic organ, invented by Ctesibius, Ath.4.174b, cf. Aristocl.ib.c, Ph.Bel.77.43 (-ὴν codd.), Hero Spir.1.28, Simp. in Ph. 681.7; described by Hero Spir.1.42:—so τὸ ὑδραυλικὸν ὄργανον Aristocl. l. c., Hero Spir.1.42.

Greek (Liddell-Scott)

ὕδραυλις: -εως, ἡ, (αὐλέω) ὑδραυλικόν τι μουσικὸν ὄργανον, εὕρημα Ἀλεξανδρέως τινὸς κουρέως τὴν τέχνην οὗ τὸ ὄνομα ἦν Κτησίβιος, Ἀριστόδ. παρ’ Ἀθην. 174Β· περιγράφεται δὲ ὑπὸ Ἡδύλου αὐτόθι 497D· ὡσαύτως ὕδραυλος, ὁ, Schneid. Ἐκλογ. Φυσ. 310. 97· hydraulus παρὰ Κικέρωνι· - οὕτω, τὸ ὑδραυλικὸν ὄργανον Ἀθήν. 174C.

German (Pape)

ἡ, die Wasserorgel; Ath. IV.174; Heron. und Music.