ὀρείκτιτος: Difference between revisions
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀρείκτῐτος:''' Pind. [[varia lectio|v.l.]] = [[ὀρικτίτης]]. | |elrutext='''ὀρείκτῐτος:''' Pind. [[varia lectio|v.l.]] = [[ὀρικτίτης]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>auf [[Bergen]] [[erbaut]]</i>, s. [[ὀρικτίτης]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:01, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, dwelling in the mountains, σῦς Pi.Fr.313.
English (Slater)
ὀρείκτιτος mountain-dwelling ὀρεικτίτου συός (τοῦ ἐν ὄρει τεθραμμένου Σ, (P. 2.31) c) fr. 313.
Greek Monolingual
ὀρείκτιτος, -ον (Α)
αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος, ορεινός («ὀρείκτιτος σῡς». Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- (βλ. λ. όρος [II]) + -κτιτος (< κτίζω), πρβλ. θεό-κτιτος].
Russian (Dvoretsky)
ὀρείκτῐτος: Pind. v.l. = ὀρικτίτης.