Οἴτη: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=*oi)/th | |Beta Code=*oi)/th | ||
|Definition=ἡ, Mount <span class="title">Oeta</span> in Thessaly, <span class="bibl">Str.9.4.12</span>:—Adj. Οἰταῖος, α, ον, [[of Oeta]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>436</span>, etc.; οἱ Οἰταῖοι <span class="bibl">Th.3.92</span>, etc.:—also Οἰταϊκός, ή, όν, <span class="bibl">D.L.1.106</span>; <b class="b3">Οἰταϊκά, τά,</b> title of work by Nicander, Nic.<span class="title">Frr.</span>15-18. | |Definition=ἡ, Mount <span class="title">Oeta</span> in Thessaly, <span class="bibl">Str.9.4.12</span>:—Adj. Οἰταῖος, α, ον, [[of Oeta]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>436</span>, etc.; οἱ Οἰταῖοι <span class="bibl">Th.3.92</span>, etc.:—also Οἰταϊκός, ή, όν, <span class="bibl">D.L.1.106</span>; <b class="b3">Οἰταϊκά, τά,</b> title of work by Nicander, Nic.<span class="title">Frr.</span>15-18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />l'Œta, <i>mont. de Thessalie</i>.<br />'''Étymologie:'''. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Οἴτη''': ἡ, τὸ ἐν Θεσσαλίᾳ [[ὄρος]], Στράβ. 428· ― ἐπίθ. Οἰταῖος, α, ον, ὁ εἰς τὴν Οἴτην ἀνήκων, Σοφ. Τρ. 436, κτλ.· οἱ Οἰταῖοι Θουκ. 3. 92, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] Οἰταϊκός, ή, όν, Διογ. Λ. 1. 106. | |lstext='''Οἴτη''': ἡ, τὸ ἐν Θεσσαλίᾳ [[ὄρος]], Στράβ. 428· ― ἐπίθ. Οἰταῖος, α, ον, ὁ εἰς τὴν Οἴτην ἀνήκων, Σοφ. Τρ. 436, κτλ.· οἱ Οἰταῖοι Θουκ. 3. 92, κτλ.· ― [[ὡσαύτως]] Οἰταϊκός, ή, όν, Διογ. Λ. 1. 106. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:54, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, Mount Oeta in Thessaly, Str.9.4.12:—Adj. Οἰταῖος, α, ον, of Oeta, S.Tr.436, etc.; οἱ Οἰταῖοι Th.3.92, etc.:—also Οἰταϊκός, ή, όν, D.L.1.106; Οἰταϊκά, τά, title of work by Nicander, Nic.Frr.15-18.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
l'Œta, mont. de Thessalie.
Étymologie:.
Greek (Liddell-Scott)
Οἴτη: ἡ, τὸ ἐν Θεσσαλίᾳ ὄρος, Στράβ. 428· ― ἐπίθ. Οἰταῖος, α, ον, ὁ εἰς τὴν Οἴτην ἀνήκων, Σοφ. Τρ. 436, κτλ.· οἱ Οἰταῖοι Θουκ. 3. 92, κτλ.· ― ὡσαύτως Οἰταϊκός, ή, όν, Διογ. Λ. 1. 106.
Greek Monotonic
Οἴτη: ἡ, το όρος Οἴτη στη Θεσσαλία, σε Στράβ.· επίθ., Οἰταῖος, -α, -ον, αυτός που ανήκει στην ή προέρχεται από την Οἴτη, σε Σοφ. κ.λπ.· οἱ Οἰταῖοι, οι κάτοικοι της περιοχής της Οίτης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
Οἴτη: дор. Οἴτᾱ ἡ Эта (горный кряж в южн. Фессалии) Soph. etc.