παρθένιον: Difference between revisions

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] τό, Jungfernkraut, sonst [[ἑλξίνη]]; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0521.png Seite 521]] τό, Jungfernkraut, sonst [[ἑλξίνη]]; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.
}}
{{elnl
|elnltext=παρθένιον -ου, τό [παρθένος] [[moederkruid]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρθένιον:''' τό бот. предполож. [[маточная трава]] (Pyrethrum [[parthenium]]) Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] κλαβικυμβάλου στην Αγγλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κορίτσι]], [[κοριτσόπουλο]]<br /><b>2.</b> το [[φυτό]] ελιξίνη<br /><b>3.</b> το [[φυτό]] [[λινόζωστις]]<br /><b>4.</b> [[είδος]] άλλου φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παρθένος]]. Τα φυτά ονομάστηκαν [[έτσι]] λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].
}}
{{elnl
|elnltext=παρθένιον -ου, τό [παρθένος] [[moederkruid]].
}}
{{elru
|elrutext='''παρθένιον:''' τό бот. предполож. [[маточная трава]] (Pyrethrum [[parthenium]]) Plut.
}}
}}
==Wikipedia EN==
==Wikipedia EN==

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθένιον Medium diacritics: παρθένιον Low diacritics: παρθένιον Capitals: ΠΑΡΘΕΝΙΟΝ
Transliteration A: parthénion Transliteration B: parthenion Transliteration C: parthenion Beta Code: parqe/nion

English (LSJ)

τό,
A feverfew, Pyrethrum parthenium, Hp. Ulc.14, Nic. Th.863, Dsc.3.138, Plin.HN21.176.
2 = ἑλξίνη, Dsc.4.85, etc.
3 = λινόζωστις, Thphr.HP7.7.2, Dsc.4.189.
II girl, Alciphr.3.33.

German (Pape)

[Seite 521] τό, Jungfernkraut, sonst ἑλξίνη; Nic. Ther. 863; Plut. Sulla 13.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθένιον -ου, τό [παρθένος] moederkruid.

Russian (Dvoretsky)

παρθένιον: τό бот. предполож. маточная трава (Pyrethrum parthenium) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρθένιον: τό, φυτόν τι, = ἐλξίνη, κοινῶς «παρθενοῦδι», Ἱππ. 877F, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 2, Νικ. Θ. 863. ΙΙ. παρθένια, τά, ἴδε ἐν τῇ λέξει.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα
2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία
αρχ.
1. κορίτσι, κοριτσόπουλο
2. το φυτό ελιξίνη
3. το φυτό λινόζωστις
4. είδος άλλου φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος. Τα φυτά ονομάστηκαν έτσι λόγω τών ευεργετικών ιδιοτήτων τους σε γυναικολογικές παθήσεις].

Wikipedia EN

Tanacetum parthenium (Chrysanthemum parthenium L., Matricaria parthenium L., Pyrethrum parthenium), known as feverfew, is a flowering plant in the daisy family, Asteraceae. It may be grown as an ornament, and may be identified by its synonyms, Chrysanthemum parthenium and Pyrethrum parthenium.

Translations

ang: adreminte; ar: أقحوان زهرة الذهب; arz: اقحوان زهرة الذهب; ca: segura; cs: řimbaba obecná; cy: wermod wen; da: matrem; de: Mutterkraut; et: lõhnav neitsikummel; fa: بابونه گاوی; fi: reunuspietaryrtti; ga: lus deartán; grc: παρθένιον; gv: bossan pheddyr; hr: majčinski vratić; hu: őszi margitvirág; ja: ナツシロギク; nl: moederkruid; pdc: meederle; pl: wrotycz maruna; qu: santa mariya; ro: spilcuță; ru: пижма девичья; sk: rimbaba obyčajná; sv: mattram; uk: маруна дівоча; vec: marexina; zh: 短舌匹菊