ἐπιφορικός: Difference between revisions
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
m (Text replacement - " (<span class="sense"><span class="bld">A</span> " to " <span class="sense"><span class="bld">A</span> (") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] ή, όν, heftig andringend, eindringend, [[λόγος]], Rhett. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1001.png Seite 1001]] ή, όν, heftig andringend, eindringend, [[λόγος]], Rhett. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιφορικός:''' грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]]. | |mltxt=[[ἐπιφορικός]], -ή, -ὸν (Α) [[επιφορά]]<br /><b>1.</b> (για ύφος λόγου) [[σφοδρός]], [[δεινός]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) [[συμπερασματικός]], [[συλλογιστικός]] ([[σύνδεσμος]])<br />β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη [[πρόταση]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A (ἐπιφορά 11.3) impetuous, of style, τὸ ἐ. καὶ σφοδρόν Hermog.Id. 2.6; ἐ. σχήματα Aristid.Rh.1p.494S.; ἐ. λόγος (viz. D.21) Longin. Fr.18. II inferential, illative, (σύνδεσμος) A.D.Conj.227.25, al. Adv. -κῶς Sch.D.T.p.65 H. III (ἐπιφορά III) forming the second or subsequent clause, [ἔκ] φρασις Lesb.Gramm.12.
German (Pape)
[Seite 1001] ή, όν, heftig andringend, eindringend, λόγος, Rhett.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφορικός: грам. (о союзах) выражающий следствие, заключительный.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφορικός: -ή, -όν, (ἐπιφορὰ) σφοδρός, δεινός, ἐπὶ ὕφους λόγου, Ρήτορες. 2) ἐν τῇ γραμμ. = συλλογιστικός, περὶ τῶν συνδέσμ., ἄρα, τοίνυν, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν, κτλ., Ἀπολλ. Δ. π. Συνδ. 494, 13, 519, 20.
Greek Monolingual
ἐπιφορικός, -ή, -ὸν (Α) επιφορά
1. (για ύφος λόγου) σφοδρός, δεινός
2. γραμμ. α) συμπερασματικός, συλλογιστικός (σύνδεσμος)
β) αυτός που αποτελεί, που σχηματίζει τη δευτερεύουσα ή εξαρτημένη πρόταση.