δείδεκτο: Difference between revisions

From LSJ

Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück

Menander, Monostichoi, 255
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[δειδίσκομαι]].
|dgtxt=v. [[δειδίσκομαι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de</i> [[δείκνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δείδεκτο''': δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. [[δείκνυμι]].
|lstext='''δείδεκτο''': δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. [[δείκνυμι]].
}}
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de</i> [[δείκνυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 19:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δείδεκτο Medium diacritics: δείδεκτο Low diacritics: δείδεκτο Capitals: ΔΕΙΔΕΚΤΟ
Transliteration A: deídekto Transliteration B: deidekto Transliteration C: deidekto Beta Code: dei/dekto

English (LSJ)

δειδέχαται, δειδέχατο, v. δειδίσκομαι;

Spanish (DGE)

v. δειδίσκομαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pqp. Pass., au sens d'un impf., de δείκνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

δείδεκτο: δειδέχαται,δειδέχατο,ἴδε ἐν λ. δείκνυμι.

English (Autenrieth)

see δείκνῦμι.

Greek Monotonic

δείδεκτο: γʹ ενικ. υπερσ. του δείκνυμι (σημασία II)· — δειδέχᾰται, δειδέχᾰτο, Επικ. γʹ πληθ. παρακ. και υπερσ.

Russian (Dvoretsky)

δείδεκτο: эп. 3 л. sing. ppf. в знач. impf. med. к δείκνυμι.