διάρρηξις: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (pape replacement)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[διάρρηξις]], -εως)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θραύση]] σε ολόκληρη την [[έκταση]]<br /><b>2.</b> [[παραβίαση]] κλειστού χώρου με σκοπό την [[κλοπή]]<br /><b>3.</b> [[κλοπή]]<br /><b>4.</b> [[ακύρωση]] (αρραβώνα, συμβολαίου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διακοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαρραγή]], [[σπάσιμο]].
|mltxt=η (AM [[διάρρηξις]], -εως)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[θραύση]] σε ολόκληρη την [[έκταση]]<br /><b>2.</b> [[παραβίαση]] κλειστού χώρου με σκοπό την [[κλοπή]]<br /><b>3.</b> [[κλοπή]]<br /><b>4.</b> [[ακύρωση]] (αρραβώνα, συμβολαίου <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> [[διακοπή]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διαρραγή]], [[σπάσιμο]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das [[Durchbrechen]], der [[Durchbruch]]</i>, Jos.
}}
}}

Revision as of 16:52, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρρηξις Medium diacritics: διάρρηξις Low diacritics: διάρρηξις Capitals: ΔΙΑΡΡΗΞΙΣ
Transliteration A: diárrēxis Transliteration B: diarrēxis Transliteration C: diarriksis Beta Code: dia/rrhcis

English (LSJ)

εως, ἡ, = διαρραγή (tearing apart, rupture, laceration), Epicur.Ep.2p.49U., J.AJ18.9.1, Herod.Med. in Rh.Mus.49.552.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 rotura c. gen. αὐτῶν (δεσμῶν) Eus.M.23.84B, τῶν πετρῶν Ath.Al.M.28.997B.
2 separación, división c. gen. αὐτῶν de los elementos aéreos y acuosos que provocan el granizo, Epicur.Ep.[3] 106, δ. ποταμῶν n. de un distrito en Babilonia, I.AI 18.315.

Greek (Liddell-Scott)

διάρρηξις: -εως, ἡ, = διαρραγή, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 106.

Russian (Dvoretsky)

διάρρηξις: εως ἡ разрыв Epicur. ap. Diog. L.

Greek Monolingual

η (AM διάρρηξις, -εως)
μσν.- νεοελλ.
1. θραύση σε ολόκληρη την έκταση
2. παραβίαση κλειστού χώρου με σκοπό την κλοπή
3. κλοπή
4. ακύρωση (αρραβώνα, συμβολαίου κ.λπ.)
5. διακοπή
αρχ.
διαρραγή, σπάσιμο.

German (Pape)

ἡ, das Durchbrechen, der Durchbruch, Jos.