διαβλητικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβλητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που διαβάλλει, ο [[συκοφαντικός]]<br /><b>2.</b> αυτός μέσω του οποίου γίνεται η [[διαβολή]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[διαβλητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που διαβάλλει, ο [[συκοφαντικός]]<br /><b>2.</b> αυτός μέσω του οποίου γίνεται η [[διαβολή]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[verleumderisch]]</i>, Poll. 5.118. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:03, 24 November 2022
English (LSJ)
ή, όν, = διαβολικός, Poll.5.118: -κή, ἡ, art of calumny, Phld.Vit.p.42J. Adv. -κῶς Poll. l.c.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1calumnioso, Epist.Char.18.5, 30.8, Poll.5.118, Eust.1308.23.
2 subst. ἡ δ. el arte de la calumnia Aristo Phil.14.9.
II adv. -ῶς calumniosamente Poll.5.118.
Greek (Liddell-Scott)
διαβλητικός: -ή, -όν, = διαβολικός, Πολυδ. Ε', 118, 127.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διαβλητικός, -ή, -όν)
1. αυτός που διαβάλλει, ο συκοφαντικός
2. αυτός μέσω του οποίου γίνεται η διαβολή.
German (Pape)
ή, όν, verleumderisch, Poll. 5.118.