διαπιδύω: Difference between revisions

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0595.png Seite 595]] durchseihen, durchschlagen; οἱ ὑψηλοὶ τόποι διαπιδύουσι τὸ [[ὕδωρ]] Arist. Meteor. 1, 13; intr., durchsickern, διὰ τῶν φλεβῶν, gener. anim. 2, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0595.png Seite 595]] durchseihen, durchschlagen; οἱ ὑψηλοὶ τόποι διαπιδύουσι τὸ [[ὕδωρ]] Arist. Meteor. 1, 13; intr., durchsickern, διὰ τῶν φλεβῶν, gener. anim. 2, 6.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπῑδύω:''' [[просачиваться]] (διὰ τῶν πόρων Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[διαπιδύω]]) [[πιδύω]]<br />ρέω [[αργά]] [[μέσα]] από τους πόρους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[διυλίζω]], [[διηθώ]].
|mltxt=(Α [[διαπιδύω]]) [[πιδύω]]<br />ρέω [[αργά]] [[μέσα]] από τους πόρους του σώματος<br /><b>αρχ.</b><br />[[διυλίζω]], [[διηθώ]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαπῑδύω:''' [[просачиваться]] (διὰ τῶν πόρων Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπῑδύω Medium diacritics: διαπιδύω Low diacritics: διαπιδύω Capitals: ΔΙΑΠΙΔΥΩ
Transliteration A: diapidýō Transliteration B: diapidyō Transliteration C: diapidyo Beta Code: diapidu/w

English (LSJ)

ooze through, διὰ τῶν πόρων Arist.GA743a9, cf.Hp.Nat. Puer.21.

Spanish (DGE)

penetrar entre los poros, filtrarse, trasudar διὰ μὲν οὖν τῶν φλεβῶν ... ἡ τροφή, καθάπερ ... τὸ ὕδωρ Arist.GA 743a9, τὸ γὰρ διαπιδύειν δηλωτικόν ἐστι τοῦ ἱδρῶσαι Phlp.in GA 110.7, cf. 111.17, Hsch.

German (Pape)

[Seite 595] durchseihen, durchschlagen; οἱ ὑψηλοὶ τόποι διαπιδύουσι τὸ ὕδωρ Arist. Meteor. 1, 13; intr., durchsickern, διὰ τῶν φλεβῶν, gener. anim. 2, 6.

Russian (Dvoretsky)

διαπῑδύω: просачиваться (διὰ τῶν πόρων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαπῑδύω: [ῡ], διεκρέω ἢ διεξέρχομαι ἡσύχως, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Γεν. Ζ. 2. 6, 19.

Greek Monolingual

διαπιδύω) πιδύω
ρέω αργά μέσα από τους πόρους του σώματος
αρχ.
διυλίζω, διηθώ.